- αγουρόγεννος
- -η, -οαυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό).[ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο- + γεννώ.ΠΑΡ. αγουρογεννώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγουρόγεννος — η, ο αυτός που γέννησε πρόωρα: Η φοράδα ήταν κι αυτή τη φορά αγουρόγεννη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουρογεννώ — ( άω) [αγουρόγεννος] γεννώ πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρόγεννος. ΠΑΡ. αγουρογέννητος] … Dictionary of Greek